Ο συνταγματικός γρίφος στην Ε.Ε. για το έλλειμμα
Η συνταγματική δέσμευση που θα απαγορεύει ελλείμματα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσοστό του ΑΕΠ, αποτελεί ασφαλώς ένα παράδοξο στην αναζήτηση μιας συνολικής λύσης στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης. Το παράδοξο έγκειται στο ότι η Γερμανία, που προωθεί την ιδέα, δεν την έχει ακόμα δοκιμάσει στην πράξη, και δεν πρόκειται να το κάνει σύντομα. Ναι μεν έχει υιοθετήσει μια τέτοια πρόβλεψη στο Σύνταγμά της, η οποία όμως θα τεθεί σε πλήρη λειτουργία το 2016.
Η γερμανική συνταγματική ρύθμιση προβλέπει πρακτικά ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς από το 2016 για το ομοσπονδιακό κράτος και από το 2020 για τα κρατίδια. Είναι μια περίπλοκη κατασκευή, η οποία επιτρέπει στο ομοσπονδιακό κράτος να καλύπτει από το 2016 με νέο δανεισμό δομικά ελλείμματα μέχρι του ύψους του 0,35% του ΑΕΠ. Στα κρατίδια επιβάλλονται από το 2020 ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί.
Η εξαίρεση
Η ρύθμιση προβλέπει εξαίρεση για την κάλυψη των ελλειμμάτων που δημιουργούνται από τον οικονομικό κύκλο (π.χ. σε μια βαθιά ύφεση) ή για την κάλυψη αναγκών από μια φυσική καταστροφή. Για να επιτραπεί όμως η δημιουργία νέων ελλειμμάτων σε συνθήκες ανάγκης, απαιτείται απόφαση του γερμανικού Κοινοβουλίου με ειδική πλειοψηφία. Σε κανονικές συνθήκες, έχει προβλεφθεί η λειτουργία ενός λογαριασμού ελέγχου, ώστε να καταγράφονται οι αποκλίσεις του πραγματικού νέου δανεισμού από τον επιτρεπόμενο. Η απόκλιση αυτή δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 1,5% του ΑΕΠ σε κανονικές συνθήκες ανάπτυξης, ήδη όμως από το ύψος του 1% η ρύθμιση επιβάλλει στη γερμανική κυβέρνηση να λάβει μέτρα για να την περιορίσει.
Οι Γερμανοί αναθεώρησαν το Σύνταγμά τους σε αυτήν την κατεύθυνση στις 12 Ιουνίου του 2009, εννέα μήνες δηλαδή μετά την κατάρρευση της Lehmann Brothers και καταμεσής στη χρηματοπιστωτική κρίση. Η ρύθμιση ήταν έργο μιας κυβέρνησης συνασπισμού χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών και έχει ιδιαίτερη σημασία ότι υιοθετήθηκε σε μια περίοδο, όπου η Γερμανία δημιουργούσε ελλείμματα για να αντιμετωπίσει την κρίση. Σύμφωνα με γερμανικές πηγές, η ρύθμιση υιοθετήθηκε ακριβώς για να πείσει τους οίκους αξιολόγησης για την πιστοληπτική ικανότητα της Γερμανίας. Οπως είχε δηλώσει τον Φεβρουάριο του 2009 ο τότε υπουργός Οικονομικών Πέερ Σταϊνμπρούκ, μια πιστοληπτική βαθμίδα λιγότερη μπορούσε εύκολα να στοιχίσει στη Γερμανία 7 δισ. ευρώ τον χρόνο σε τόκους.
Στη θεωρία, οι Γερμανοί ήταν πάντα θιασώτες της δημοσιονομικής ισορροπίας, όπως φαίνεται από τα όρια για το χρέος και το έλλειμμα που επέβαλλαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Μεταπολεμικά, ο χρυσός κανόνας για τις κυβερνήσεις ήταν ότι ο νέος δανεισμός δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το ύψος των επενδύσεων. Το 2003 η χώρα μπήκε σε δημοσιονομική επιτήρηση από την οποία βγήκε μόλις το 2007, και το δημόσιο χρέος ξεπέρασε στο διάστημα αυτό το 70% του ΑΕΠ. Η συνταγματική ρύθμιση την οποία υιοθέτησε πάντως δεν έχει σχέση με νεοφιλελεύθερες ιδέες. Αποτελεί μια προσπάθεια να σώσει το μοντέλο της αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής εισάγοντας αυστηρούς κανόνες εφαρμογής, γιατί αυτό που έχουν διαπιστώσει οι Γερμανοί είναι ότι σε περιόδους έντονης οικονομικής ανάπτυξης το κράτος δεν περιορίζει τα ελλείμματά του, αντίθετα έχει την τάση να δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερα.
Στην πράξη πάντως η μόνη χώρα που έχει εμπειρία από μια συνταγματική πρόβλεψη για την απαγόρευση της δημιουργίας ελλειμμάτων είναι η Ελβετία, που λειτουργεί με έναν τέτοιο κανόνα από το 2001. Σε αντίθεση με το γερμανικό μοντέλο, το ελβετικό προσανατολίζεται στο ύψος των δημοσίων δαπανών, που δεν θα πρέπει να ξεπεράσουν έναν συγκεκριμένο ρυθμό ετήσιας αύξησης και σε απόλυτα ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Από το 2003 που εφαρμόζεται πάντως, το δημόσιο χρέος της Ελβετίας έχει σταθεροποιηθεί και η τάση για νέο δανεισμό έχει ανατραπεί.
Πηγή: Καθημερινή